παραγραφικός

παραγραφικός
-ή, -όν, Α [παραγραφή]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγραφή ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τύπο τής παραγραφής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραγραφικόν
ένσταση τού εναγομένου κατά τής καταγγελίας, παραγραφή.
επίρρ...
παραγραφικῶς Α
με παραγραφή, με ένσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραγραφικός — in the form of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικά — παραγραφικός in the form of a neut nom/voc/acc pl παραγραφικά̱ , παραγραφικός in the form of a fem nom/voc/acc dual παραγραφικά̱ , παραγραφικός in the form of a fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικῶν — παραγραφικός in the form of a fem gen pl παραγραφικός in the form of a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικόν — παραγραφικός in the form of a masc acc sg παραγραφικός in the form of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικοῖς — παραγραφικός in the form of a masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικοῦ — παραγραφικός in the form of a masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικούς — παραγραφικός in the form of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικῇ — παραγραφικός in the form of a fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφική — παραγραφικός in the form of a fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφικήν — παραγραφικός in the form of a fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”